- λισσάνιος
- λισσάνιος [ᾱ], ον, [dialect] Lacon. for ἀγαθός (Hsch., Phot.), ὦ λισσάνιεA my good friend, Ar.Lys.1171 (λυσσάνιε cod. R).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λισσάνιος — λισσάνιος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ἀγαθός» 2. φρ. «ὦ λυσσάνιε» καλέ μου φίλε. [ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θεωρείται «σύνθ. εκ συναρπαγής» (λ. σχηματισμένη από ολόκληρη φράση) τού λισσὸς ἀνιᾶν «αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
λισσάνιος — my good friend masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάνιε — λισσάνιος my good friend masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)